- οδοντοσφράγιση
- ητο φράξιμο τρύπας ή κοιλότητας δοντιού με μεταλλική ή πλαστική ύλη, αλλ. σφράγισμα, βούλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδοντοσφράγιση — η σφράγισμα τού δοντιού με μεταλλική ή πλαστική ύλη που γίνεται προκειμένου ν αποφευχθεί η ευρύτερη καταστροφή του από την τερηδόνα … Dictionary of Greek
οδοντοσφράγισμα — το η οδοντοσφράγιση … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek